-
1 διαταγή
η приказ; команда; приказание, распоряжение;έγγραφος διαταγή — письменный приказ;
προφορική διαταγή — устное распоряжение;
δίδω διαταγή — отдавить приказ, подавать команду;
κατ' ανωτέραν διαταγήν — по распоряжению свыше;
κατά διαταγή — по приказу;
§ είμαι εις τάς διαταγάς σας — к вашим услугам, я в вЗшем распоряжении;
γραμμάτιον εις διαταγήν ком. — платёжное обязательство, вексель
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek